- συμπτερύσσομαι
- συμ-πτερύσσομαι, mitfliegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπτερύσσομαι — Μ φτερουγίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ, υγος)] … Dictionary of Greek
συμπτερυσσόμενον — συμπτερύσσομαι fly with pres part mp masc acc sg συμπτερύσσομαι fly with pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτερύσσεσθαι — συμπτερύσσομαι fly with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτερύσσονται — συμπτερύσσομαι fly with pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)